-
1 ἀφυΐα
ἀφῠΐα, ἡ,A want of natural power or faculty,τῆς κάμψεως Arist.PA 659a29
;φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28
;ψυχῆς Plu.2.104c
; ἀ. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν natural unfitness for.., ib.1088b; in pl., ἀφυΐαι, opp. εὐφυΐαι, Porph.Abst.3.8, cf. Colot.in Euthd.2. (Written ἀφύεια in Colot. l.c., Epicur.Nat.Herc.1420.)
См. также в других словарях:
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
παχυστομία — ἡ, Α [παχύστομος] (ιδίως για τους βαρβάρους) η προφορά τών λέξεων με παχιά τραχύτητα («οὐκέτι ὲφαίνετο κατὰ παχυστομίαν καὶ αφυΐαν τινὰ τῶν φωνητηρίων ὀργάνων τοῡτο συμβαίνον», Στράβ.) … Dictionary of Greek